Translate

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

Νίκος Τεμπονέρας

 



Ο Νίκος Τεμπονέρας (1953 – 1991) ήταν καθηγητής μαθηματικών σε Λύκειο της Πάτρας και στέλεχος του Εργατικού Αντιμπεριαλιστικού Μετώπου (ΕΑΜ). Το όνομά του έγινε γνωστό στο πανελλήνιο, όταν σκοτώθηκε από μέλη της ΟΝΝΕΔ, έπειτα από συμπλοκή σε Λύκειο της Πάτρας, κατά τη διάρκεια των μαθητικών κινητοποιήσεων της περιόδου 1990 – 1991.

Στα τέλη του 1990 τη χώρα κυβερνούσε η Νέα Δημοκρατία, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και Υπουργό Παιδείας τον Βασίλη Κοντογιαννόπουλο. Ο χώρος της Παιδείας βρισκόταν σε αναβρασμό, εξαιτίας της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που προωθούσε η κυβέρνηση. Με το πολυνομοσχέδιο που θα έφερνε στη Βουλή ρυθμίζονταν θέματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (κατάργηση αδικαιολόγητων απουσιών, επιβολή «ομοιόμορφης» ενδυμασίας και «πειθαρχικού ελέγχου» της εξωσχολικής ζωής, επανακαθιέρωση προσευχής, έπαρσης της σημαίας και εκκλησιασμού) και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ, περικοπές κοινωνικών παροχών σε φοιτητές κ.ά.). Το 70% των σχολείων βρισκόταν υπό κατάληψη, ενώ καθημερινό φαινόμενο ήταν οι διαδηλώσεις στις μεγάλες πόλεις της χώρας.Ανάμεσά στα σχολεία που βρίσκονταν υπό κατάληψη ήταν καιι το Πολυκλαδικό Λύκειο Αμπελοκήπων, με πρωτοστάτη τον 16χρονο μαθητή Αλέξη Τσίπρα (νυν πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ).

Η κατάσταση ήταν έκρυθμη και πολιτικά οξυμένη, με την κυβέρνηση να δέχεται τα πυρά σύσσωμης της αντιπολίτευσης. Αγανακτισμένοι γονείς και κάποια δυναμικά στελέχη της νεολαίας της Νέας Δημοκρατίας ζητούσαν τον τερματισμό των καταλήψεων, έστω και δια της βίας. Γύρω στις 10:30 μ.μ. της 8ης Ιανουαρίου 1991, μέλη της ΟΝΝΕΔ προσπάθησαν να ανακαταλάβουν το 3ο Γυμνάσιο – Λύκειο Πάτρας. Κατά τη διάρκεια συμπλοκής που επακολούθησε βρέθηκε νεκρός, χτυπημένος με σιδερολοστό στο κεφάλι, ο καθηγητής του σχολείου Νίκος Τεμπονέρας, που είχε προστρέξει να βοηθήσει τους καταληψίες μαθητές του.

Την επομένη, ο Υπουργός Παιδείας Βασίλης Κοντογιαννόπουλος υπέβαλε την παραίτησή του και θεωρήθηκε από τον Τύπο ως το εξιλαστήριο θύμα της κυβέρνησης για την εκτόνωση της κρίσης. Νωρίτερα, είχε κατηγορηθεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας Τεμπονέρα. (Τα επόμενο χρόνια, όταν η υπόθεση είχε καταλαγιάσει, ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ και αναδείχθηκε στέλεχος των κυβερνήσεων Σημίτη). Στη θέση του στο Υπουργείο Παιδείας τοποθετήθηκε ο Γιώργος Σουφλιάς, ο οποίος ανακοίνωσε την απόσυρση όλων των επίμαχων νομοθετημάτων και την έναρξη διαλόγου για την παιδεία «από μηδενική βάση».

Στο αστυνομικό μέρος της υπόθεσης, ως δράστες της δολοφονίας Τεμπονέρα κατηγορήθηκαν ο πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ Αχαΐας και δημοτικός σύμβουλος Ιωάννης Καλαμπόκας, και το μέλος της τοπικής ΟΝΝΕΔ Αλέκος Μαραγκός. Συνελήφθησαν και οι δύο και προφυλακίστηκαν.

Στις 10 Ιανουαρίου 1991 πραγματοποιήθηκε μεγάλο συλλαλητήριο στην Αθήνα, στο οποίο πήραν μέρος γύρω στα 100.000 άτομα. Ήταν επεισοδιακό και είχε τραγική κατάληξη. Από τις συγκρούσεις ΜΑΤ και διαδηλωτών έπιασε φωτιά το πολυκατάστημα «Κάπα-Μαρούσης» στην Πανεπιστημίου, με αποτέλεσμα να βρουν τον θάνατο τέσσερις άνθρωποι. Την πυρκαϊά προκάλεσε ένα καπνογόνο που ρίχτηκε από τους αστυνομικούς. Τις επόμενες μέρες η κατάσταση άρχισε να ομαλοποιείται και από την πυροσβεστική πολιτική Σουφλιά. Οι μαθητές ξαναγύρισαν στα μαθήματά τους στις 13 Ιανουαρίου.

Στο δικαστικό μέρος της υπόθεσης Τεμπονέρα, ο Αλέκος Μαραγκός απαλλάχθηκε με βούλευμα για τη δολοφονία του καθηγητή και στο εδώλιο κάθισε ως βασικός αυτουργός ο Ιωάννης Καλαμπόκας. Η δίκη του διάρκεσε σχεδόν ένα χρόνο (22 Ιουνίου 1992 – 9 Μαρτίου 1993) και έγινε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου. Πρωτοδίκως καταδικάσθηκε σε ισόβια για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, χωρίς να του αναγνωρισθεί κανένα ελαφρυντικό.

Λίγους μήνες αργότερα έγινε η δίκη του σε δεύτερο βαθμό (7 Δεκεμβρίου 1993 – 19 Απριλίου 1994) ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας. Οι δικαστές του αναγνώρισαν ελαφρυντικά και τον καταδίκασαν σε κάθειρξη 17 ετών και τριών μηνών. Το 1996 άσκησε αναίρεση, προκειμένου να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του «βρασμού ψυχικής ορμής», αλλά το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας (1 Οκτωβρίου 1996 – 17 Οκτωβρίου 1996) δεν του αναγνώρισε και διατήρησε την ποινή 17 ετών και τριών μηνών, η οποία αργότερα μειώθηκε κατόπιν νέας επιμέτρησης στα 16 χρόνια και 9 μήνες. Στις 2 Φεβρουαρίου 1998 αφέθηκε ελεύθερος, αφού εξέτισε τα 3/5 της ποινής του. Μέχρι σήμερα ισχυρίζεται ότι είναι αθώος και δράστης της δολοφονίας Τεμπονέρα ο συναγωνιστής του στην ΟΝΝΕΔ, Αλέκος Μαραγκός.

Το 3ο Λύκειο Πάτρας, τόπος του φονικού, φέρει το όνομα του Νίκου Τεμπονέρα.

Πηγή: https://www.sansimera.gr

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου

 




Στις 7 Ιανουαρίου 1972

 έφυγε από τη ζωή

 η σπουδαία στιχουργός

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.




Το όνομά της βρίσκεται πίσω από κορυφαία τραγούδια του ελληνικού πενταγράμμου, τα οποία ερμήνευσαν οι μεγαλύτεροι Έλληνες καλλιτέχνες.  «Για μια γυναίκα χάθηκα», “Τα καβουράκια», «Πήρα την στράτα κι έρχομαι», «Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι», «Πετραδάκι, πετραδάκι», «Ηλιοβασιλέματα», «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Περασμένες μου αγάπες», «Είμαι αητός χωρίς φτερά», είναι μόνο μερικά.

Υπήρξε αντισυμβατική και δυναμική προσωπικότητα που ξεχώρισε για το ταλέντο και το κοφτερό και ανήσυχο πνεύμα της. Η συμβολή της στην ανάπτυξη του λαϊκού τραγουδιού είναι τεράστια και θεωρείται από τις σημαντικότερες Ελληνίδες γυναίκες του περασμένου αιώνα. “Το λαϊκό τραγούδι είναι δύσκολο και αμείλικτο. Θέλει ρωμαλεότητα και λεβεντιά. Για να γράψεις λαϊκό τραγούδι πρέπει να μπεις στην ψυχή του λαού, να του την πάρεις, και μαζί να του πάρεις και την καρδιά του”, είχε δηλώσει λίγο πριν από το τέλος της ζωής της.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γεννήθηκε το 1896 στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας και μεγάλωσε σε ένα ευκατάστατο περιβάλλον. Από μικρή διακρίθηκε για τις επιδόσεις της στο σχολείο και αποφοίτησε με πτυχίο δασκάλας. Ήρθε στην Αθήνα μετά τη μικρασιατική καταστροφή, πραγματοποίησε δύο γάμους – ο δεύτερος με τον αστυφύλακα Γιώργο Παπαγιαννόπουλο – και ήρθε σε επαφή με τον καλλιτεχνικό κόσμο μέσω της υποκριτικής.

Χώρισε με τον πρώτο της σύζυγο όταν ξεκίνησε να παίρνει μέρος στα μπουλούκια και στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και αρχές της δεκαετίας του ’40 ξεκίνησε την ενασχόληση της με τη στιχουργική. Η ίδια είχε αποκαλύψει ότι πρώτα έγραφε τους στίχους και στη στη συνέχεια γινόταν η μελοποίηση. Μάλιστα, πολλούς από τους στίχους τους είχε γράψει πρόχειρα σε πακέτα τσιγάρων και πίσω από λογαριασμούς. “Δεν μπορώ να γράψω, όταν μου δώσουν την μουσική. Γράφω πρώτα τους στίχους. Όταν ο συνθέτης κατορθώσει να μπει στο πετσί τού στιχουργού δημιουργείται μια επιτυχία. Είναι λάθος να γράφεται πρώτα η μουσική”. Είχε αποδώσει την τεράστια απήχηση των τραγουδιών της στην ειλικρίνεια με την οποία έγραψε και είχε αναφέρει ότι τα περισσότερα τραγούδια τα έγραψε σε μια μόλις ημέρα! Δεν ενδιαφερόταν για την κατοχύρωση των στίχων στο όνομά της με αποτέλεσμα να είναι άγνωστος ο αριθμός των τραγουδιών που έχει δημιουργήσει. Πουλούσε με το κομμάτι (από 200 έως 300 δραχμές) και χρησιμοποιούσε τα έσοδα στον τζόγο, το δεύτερο μεγάλο πάθος της ζωής της.

Δεξιά η κόρης της, Μαίρη Λαιδου από τη συμμετοχή της στην ταινία “Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο”


Το πάθος της για τον τζόγο και ο χαμός της κόρης της

Η χαρτοπαιξία ήταν το καταφύγιο της μετά τον ξαφνικό θάνατο της μιας από τις δύο κόρες, που είχε αποκτήσει από τον πρώτο της γάμο. Η κόρη της, Μαίρη Λαϊδου είχε ασχοληθεί επίσης με το θέατρο και τον κινηματογράφο και είχε παίξει μία από τις τσιγγάνες στη θρυλική ταινία Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο. Το 1960 η Μαίρη Λαϊδου έφυγε ξαφνικά από τη ζωή και, όπως είχε αποκαλύψει ο Αλέκος Σακελλάριος, από εκείνη τη στιγμή η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου βυθίστηκε στη θλίψη και μέχρι τον θάνατό της δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα. Στην κόρη της αφιέρωσε και το τραγούδι «Δύο πόρτες έχει η ζωή» το οποίο αν και γράφτηκε πριν από τον θάνατό της περιέγραφε τον πόνο της απώλειας. Η σπουδαία στιχουργός είχε δηλώσει κάποτε: «Μέσα σε αυτό το τραγούδι, ένιωσα για πρώτη φορά την οδύνη, σαν χάνεις μια αγαπημένη ύπαρξη και ύστερα μένεις μόνη. Σε αυτούς τους στίχους έχω κλεισμένη όλη μου τη ζωή – ή μάλλον τη ζωή της ζωής μου, την κόρη μου τη Μαίρη».

Σε συνέντευξη της στο περιοδικό “Επίκαιρα” και τη Μαργαρίτα Μανασίδου σε ηλικία 77 ετών δήλωσε πως θα συνέχιζε να γράφει στίχους μέχρι το τέλος της ζωής της. Στην προτροπή της δημοσιογράφου να μιλήσει για τον εαυτό της, απάντησε αφοπλιστικά: “Τι να σας πω. Μιλάνε τα τραγούδια μου”.

Την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου υποδύονται στην ταινία του Άγγελου Φραντζή “Ευτυχία” η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και η Κάτια Γκουλιώνη.

Άννα Καρατάσιου



https://thecaller.gr/xronomixani/eftichia-papagiannopoulou-zoi-san-paramithi-i-thriliki-stichi-o-thanatos-tis-koris-tis-ke-o-ethismos-ston-tzogo/

ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ : H τροβαδούρος της επανάστασης.





 Ήταν 7 Ιανουαρίου του 2009 

όταν αποχαιρετήσαμε την ξεχωριστή ερμηνεύτρια, 


που η φωνή της ταυτίστηκε
 με το επαναστατικό τραγούδι. 
Δεν την ξεχνάμε στις φοβερές εκείνες συναυλίες
 της 10ετίας του '70
 και τις δεκαετίας του '80 
στα Φεστιβάλ της ΚΝΕ και του ΟΔΗΓΗΤΗ. 
Τα τραγούδια που ερμήνευσε με τον ξεχωριστό δικό της τρόπο εμπνέουν πάντα τους κομμουνιστές και τους συνοδεύουν στις πορείες και τις κινητοποιήσεις. 
«Οι συνεργασίες μου είχαν πάντα και κάποιον άλλο λόγο, εκτός από τον καλλιτεχνικό. 
Υπήρχε ταύτιση, έστω σε κάποιο βαθμό, ιδεολογική, αισθητική. 
Και χωρίς να υπερηφανεύομαι δηλώνω ότι δεν έχω κάνει ποτέ ούτε μισή υποχώρηση 
στη δουλειά μου. Ούτε μισή! Και αυτό το πληρώνω. 
Υπήρξαν φορές που δεν είχα να καπνίσω τσιγάρο. 
Αλλά υποχώρηση δεν έχω κάνει. 
Ούτε μία καλημέρα δεν έχω πει σε κάποιον που δε θέλω να του την πω...», 
είχε εξομολογηθεί η Μαρία Δημητριάδη στο «Ριζοσπάστη» (17/2/2002). Το ήθος, η ποιότητα, 
η αξιοπρεπής και αγωνιστική στάση της σφράγισαν τη ζωή της ασυμβίβαστης τραγουδίστριας με την υπέροχη φωνή, η οποία έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Από μικρή προς μια μεγάλη πορεία Ξεκίνησε να τραγουδά από παιδί. Στα 16 της χρόνια έκανε δίσκο, τα «Κορίτσια στον Ηλιο» του Σταύρου Ξαρχάκου. Μετά ήρθε ο «Ηλιος ο Πρώτος» και το «Χρονικό» του Γιάννη Μαρκόπουλου. Στο ενδιάμεσο είχε γνωρίσει τον Μίκη Θεοδωράκη, που τον είχαν σε κατ' οίκον περιορισμό. Κάνανε συνέχεια πρόβες... Δισκογραφεί το «Ενα πρωινό η Παναγιά μου» του Ξαρχάκου και μετά συναυλίες με τον Θεοδωράκη σε όλο τον κόσμο για δύο χρόνια. Ακολούθησαν δίσκοι της με τους Γιάννη Γλέζο, Νίκο Μαμαγκάκη. Ηδη έχει γνωρίσει τον Θάνο Μικρούτσικο, που έπαιζε πιάνο σε μια μπουάτ, τους «Δον Κιχώτες». Μετά από τη μεταπολίτευση (1975) κάνει και τον πρώτο του δίσκο, τα «Πολιτικά Τραγούδια», με τα οποία ξεκίνησε η δημιουργική συνεργασία τους. Ακολούθησαν η «Καντάτα για τη Μακρόνησο», «Φουέντε Οβεχούνα», «Τροπάρια για φονιάδες», «Τα τραγούδια της λευτεριάς». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι από την κασετίνα των οκτώ δίσκων με τα πολιτικά τραγούδια του συνθέτη που έβγαλε η «Λύρα», πριν λίγα χρόνια, στους πέντε τραγουδάει μόνο η Μαρία Δημητριάδη. Μετά από κάποια χρόνια, κάνει πάλι συναυλίες με τον Μίκη, τον Μαρκόπουλο. Δισκογραφικά συνέχισε με το «Δελτίο καιρού», με τραγούδια πολλών συνθετών σε πρώτη εκτέλεση, τα «Λιανοτράγουδα» του Θεοδωράκη, τον πρώτο δίσκο του Γιώργου Σταυριανού, την «Ελένη» του Χατζιδάκι, το «Εμπάργκο» του Μικρούτσικου, με άλλους τραγουδιστές, κ.ά. Μετά από το '90-'91 και δύο πολύ μεγάλες περιοδείες με τον Μίκη, άρχισε να αποτραβιέται. Ακολούθησαν δύο χρόνια δουλειάς της στο Βελιγράδι, την περίοδο του εμπάργκο. Εκανε συναυλίες κι ένα δίσκο, που με τη βοήθεια του υπουργείου Πολιτισμού της πρώην Γιουγκοσλαβίας, τα έσοδά του πήγαν για τους πρόσφυγες. 
Δύο χρόνια πηγαινοερχόταν στη Γιουγκοσλαβία. Τελευταία δισκογραφική της δουλειά ήταν
 οι «Δον Κιχώτες» των Παρασκευά Καρασούλου (στίχοι) και Θοδωρή Οικονόμου (μουσική). 
Οπως έλεγε, πολύ σημαντική ήταν η στιγμή της γνωριμίας της με τον Μίκη Θεοδωράκη, 
που από μικρό παιδάκι και λόγω οικογένειας ήταν το ίνδαλμά της. Επίσης, η συνεργασία της με τον Θάνο Μικρούτσικο και η γνωριμία της με τον Μάνο Χατζιδάκι. Φωνή δυναμική και ταυτόχρονα τρυφερή, με μεγάλο ερμηνευτικό εύρος, 
η Μαρία Δημητριάδη υπήρξε μια από τις σημαντικότερες και πιο εκφραστικές Ελληνίδες τραγουδίστριες. Εβαλε το στίγμα της στο πολιτικό τραγούδι, ερμήνευσε μοναδικά στίχους κορυφαίων ποιητών και δημιουργίες μεγάλων Ελλήνων συνθετών, στρατεύτηκε στο κομμάτι εκείνο της τέχνης που αφουγκράζεται, οραματίζεται, αντιστέκεται στην εκμετάλλευση και το σκοτάδι της καταπίεσης, γι' αυτό μας λείπει πιο πολύ.
 Με το κεφάλι πάντα ψηλά 
Για τη σύνδεσή της με το πολιτικό τραγούδι, όπως είχε πει σε συνέντευξή της στο «Ριζοσπάστη»: «Αυτές είναι ετικέτες που στις βάζει ο κόσμος για πολλούς λόγους. 
Μπορεί την ίδια ετικέτα να σου τη βάλει και για καλό και για κακό. 
Εμένα μου έβαλαν την ετικέτα πολιτική τραγουδίστρια για κακό, τις εποχές που το πολιτικό τραγούδι ήταν υπό διωγμόν. Τη δεκαετία '70-'80 μέχρι αυγά στο κεφάλι έφαγα από διάφορους αντιδραστικούς. Στο Κιλκίς μας πετούσαν πέτρες... Κάναμε πολιτική δουλειά, καθώς οι συναυλίες μας δεν ήταν μόνο καλλιτεχνικά γεγονότα αλλά και μέσο πάλης. 
Πηγαίναμε στη Λάρυμνα πρωί πρωί, χειμώνα, σε ένα σινεμά καλοκαιρινό και τραγουδούσαμε. Κάθε Κυριακή πρωί τραγουδούσαμε σε κινηματογράφους της Αθήνας για απεργούς, παρόλο το ξενύχτι της προηγούμενης νύχτας στις μπουάτ. Το "πολιτική τραγουδίστρια" σήμαινε λοιπόν μέσα στα γεγονότα... Ομως, μετά από το '80 έγινε βρισιά. Δηλαδή, εσύ είσαι πολιτική τραγουδίστρια, έξω από εδώ. Δε θα τραγουδήσεις άλλο, τελείωσες. Κι έχανα το τρένο της ευκολίας, του να ελίσσεσαι... Δεν υπάρχουν, λοιπόν, ετικέτες. Υπάρχουν ερμηνευτές. Μόνο έτσι μπορείς ν' αφήσεις στίγμα. Και βέβαια πρέπει να έχεις και πολύ καλή φωνή...» Ερμήνευσε δραματικά, υπέροχα, μοναδικά, την ποίηση των Ναζίμ Χικμέτ και Βολφ Μπίρμαν, που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος στα «Πολιτικά Τραγούδια» (1975). Το ίδιο μοναδικές και οι επόμενες συνεργασίες της με το συνθέτη, στους αξεπέραστους δίσκους «Καντάτα για τη Μακρόνησο» (βασισμένη στον «Πέτρινο Χρόνο» του Ρίτσου), «Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι», στην εξεγερμένη «Φουέντε Οβεχούνα», στα «Τροπάρια για Φονιάδες», όπου ζωντανεύουν οι μορφές των Τσε Γκεβάρα, Ρόζας Λούξεμπουργκ, Καρυωτάκη, Πλουμπίδη, στα «Τραγούδια της Λευτεριάς» σε στίχους Μπρεχτ, Αναγνωστάκη, Ρίτσου, Φώντα Λάδη, Αλκη Αλκαίου. Ερμηνείες αξεπέραστες, πότε λυρικές, τρυφερές, ψιθυριστές και πότε δυναμικές και αγέρωχες. Είτε τραγουδώντας για τους γερόντους της Μακρονήσου που «...δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη/ ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη/ κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους/ που δε σηκώνει τ' άδικο...», είτε πως «το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, είν' ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει», είτε πως «έτσι κι αλλιώς η Γη θα γίνει κόκκινη...». 
Η Μαρία Δημητριάδη αντιστάθηκε με τόλμη και παρρησία στην ευκολία και στα κυκλώματα που λυμαίνονται το χώρο της τέχνης, με αποτέλεσμα να βρεθεί αντιμέτωπη με τις αντιξοότητες που δημιουργεί το σύστημα στους καλλιτέχνες που δεν υποτάσσονται στις επιδιώξεις του. 
Δε λύγισε... Πάντα παρούσα μέσα στα γεγονότα, συνόδευσε με τα τραγούδια της τους εργατικούς - αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες των δεκαετιών '70 - '80 αλλά και αργότερα, 
μέχρι τέλους, ανταποκρινόμενη στα αγωνιστικά καλέσματα. 
Τραγουδώντας στις συναυλίες αλληλεγγύης προς τους αγωνιζόμενους
 και διωκόμενους λαούς, στους απεργιακούς αγώνες, στα μπλόκα των αγροτών.
 Με πίστη στο όραμα μιας δίκαιης κοινωνίας, συμπορεύτηκε με το ΚΚΕ, 
στηρίζοντας τις θέσεις του και παλεύοντας μαζί του. 
Η Μαρία Δημητριάδη είναι πάντα μαζί μας.
 Η φωνή της θα μας ταξιδεύει πάντα στις πιο όμορφες θάλασσες. Τις θάλασσες του αγώνα και της αισιοδοξίας: 
«Να γελάσεις απ' τα βάθη των χρυσών σου ματιών/ είμαστε μες στο δικό μας κόσμο/ 
Η πιο όμορφη θάλασσα/ είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει/ Τα πιο όμορφα παιδιά/ δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα/ Τις πιο όμορφες μέρες μας/ δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα/ 
Κι αυτό που θέλω να σου πω/ το πιο όμορφο απ' όλα/ δε στο 'χω πει ακόμα...»



ΠΗΓΗ: rizospastis.gr